- παπατζής
- ο1. αυτός που παίζει το παιχνίδι εξαπάτησης παπάς2. απατεώνας, αγύρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπάς — ο 1. ο ιερέας, ο πρεσβύτερος. 2. χαρτί της τράπουλας, αλλ. ρήγας. 3. μέθοδος κλοπής και απάτης με τρία τραπουλόχαρτα. Ο παίχτης του παιχνιδιού αυτού λέγεται παπατζής: Τον ξεγύμνωσαν με τη μέθοδο του παπά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)